Εκ του μη όντος

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Εκ του μη όντος

Οι εκδόσεις «Τύρφη» σας καλούν το Σάββατο 8/6 2019 και ώρα 21:00 στο café bar Αθηναίων Πολιτεία / Απ. Παύλου 33 / Θησείο) στην παρουσίαση του βιβλίου «Εκ του μη όντος».
Το βιβλίο είναι διαφορετικό από κάθε άλλη πολυφωνική έκδοση που έχει κυκλοφορήσει, είναι δε το αποτέλεσμα τόσο της προσωπικής πορείας των συγγραφέων που συμμετέχουν στην έκδοση, όσο και συλλογικής. Επί του ουσιαστικού όμως και πλέον σημαντικού, είναι μια δημιουργία «Εκ του μη Όντος».
Της γραφής, στο πλαίσιο της ομάδας του «Λογοτεχνικού Καφενείου», προηγήθηκαν πολλοί μήνες προσέγγισης και μελέτης σημαντικών και πραγματικών λογοτεχνών, οι οποίοι έχουν δώσει περίβλεπτα εξομολογητικά κείμενα από τον 17ο αιώνα μέχρι και σήμερα. Η ομάδα, όσοι θέλησαν να πάρουν ενεργό μέρος σε αυτήν τη διαδικασία, σε κάθε συνάντηση είχε την ευκαιρία, υπό την καθοδήγηση του επιμελητή των εκδόσεων Τύρφη, Κωνσταντίνου Τέλιου, να έρθει σε επαφή εις βάθος με τα έργα των συγγραφέων που εξετάστηκαν, με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που τους καθόρισε, όπως και με τις προσωπικές τους ανησυχίες, αστοχίες, ιδιαιτερότητες, προβλήματα και προβληματισμούς. Δια μέσου δε αυτών, να πειραματιστεί συγγραφικά υπό την επιρροή των εκάστοτε αναλυόμενων κειμένων και με κοινό άξονα για όλους ένα κάποιο είδος απώλειας, από την ελάχιστη έως την μέγιστη, καθώς και την υπαρξιακή ταραχή και τους κραδασμούς που αυτή πυροδοτεί, και που κάποτε μπορεί να φτάνουν σε ακραία σημεία.
Η σπουδή αυτή υπήρξε από κάθε άποψη μια ξεχωριστή εμπειρία, με το θέμα της απώλειας να λειτουργεί ως θρυαλλίδα έμπνευσης. Η έκθεση δε στα έργα των λογοτεχνών που εξετάστηκαν, στάθηκε πρόκληση ψηλάφησης του εσώτερου εαυτού αλλά και εξάσκησης στον γραπτό λόγο, ενώ, ταυτόχρονα, η απόπειρα ευγενούς συνύπαρξης και ανταλλαγής σκέψεων και ιδεών με τόσα διαφορετικά άτομα, ακόμη κι όταν οι απόψεις διίσταντο, έδωσε μια ψυχοθεραπευτική εκτόνωση.
Στο πλαίσιο της παρότρυνσης των συμμετεχόντων σε συγκεκριμένα είδη γραφής, οι συγγραφείς που εξετάστηκαν ήταν οι: Γκέοργκ Μπύχνερ / Τζιάκομο Λεοπάρντι / Γιούκιο Μίσιμα / Κούρτσιο Μαλαπάρτε / Μωρίς Μπλανσώ / Πωλ Βαλερύ / Τόμας Μπέρνχαρντ / Χέρμαν Μέλβιλ / Άρθουρ Μίλερ / Βάλτερ Μπένγιαμιν / Βαρλάμ Σαλάμωφ / Ιζιντόρ Ντυκάς / Δάντης Αλιγκέρι / Μαρκήσιος Ντε Σαντ / Γ. Μανιάτης κ.α.
Η παρούσα έκδοση της Τύρφης είναι το αποτέλεσμα πολύμηνης προσπάθειας και πειραματισμών των συγγραφέων της και του συντονιστή, που συνεργάστηκαν προς την αρχική κατεύθυνση τόσο συγκινησιακά, όσο και από άποψη τεχνικής, αλλά και με βάση το σκεπτικό των εκδόσεων, που είναι η αναζήτηση και ανάδειξη νέων φωνών, με κριτήρια ποιότητας που θέτει η θεωρία της λογοτεχνίας, όπως και με την πρωτοτυπία, το καινούργιο, το αξιοπρεπές και συνάμα αυθεντικό. Οι εκδόσεις Τύρφη μπορούν να ισχυριστούν με βεβαιότητα ότι το όλο πρωτότυπο εγχείρημα πραγματικά άξιζε τον κόπο.
Στο βιβλίο συμμετέχουν με ένα κείμενό τους οι συγγραφείς: Ο εχθρός / Αχιλλέας Αναγνώστου, Το μόνο δικό μου / Μαρία Γκερτσάκη, Στο τζάμι / Ειρήνη Ζερμπούλη, Λευκό χαρτί / Δημήτρης Θαβώρης, Ο ήχος του κακού αιώνα / Ελευθερία Θάνογλου, Αναντικατάστατος δότης / Μαρία Κανδύλη, Ο κανένας / Αγγελής Μαριανός, Μια βουτιά στο κενό / Δημήτριος Ντοκατζής, Σε οργωμένο χωράφι / Αναστασία Πανταζοπούλου, Οι ενοχές των ζωντανών / Εύα Παυλίδου, Τα γράμματα του Δαυίδ / Σοφία Προκοπίδου, Σαν μια κορδέλα φως / Κάτια Σουέρεφ, Ένα σακί από κόκκαλα / Χριστίνα Χάσου, Αστέρια και χώματα / Μαρία Μέμη Χατζηδημητρίου, Χωρίς ελαφρυντικά / Μαρία Ψωμά Πετρίδου.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι συγγραφείς Ισμήνη Λιόση, Ελένη Αράπη και Μαρία Ψωμά Πετρίδου. Τη δημόσια συνέντευξη και συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου αναλαμβάνει ο επιμελητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος Ηλίας Μέλιος, ενώ αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ηθοποιός Κατερίνα Γκατζόγια.

Θα είναι χαρά και τιμή
να σας έχουμε κοντά μας

εκδόσεις Τύρφη

#(Café Bar «Αθηναίων Πολιτεία» στο Θησείο / Αποστόλου Παύλου 33 / τηλ. 210 3413795 Αθήνα)
#(εκδ. Τύρφη Γεωρ. Σταύρου 4 / 54623 Θεσσαλονίκη / τηλ. 2310 269587 tyrfiekdoseis@gmail.com)

Στη φωτογραφία:Κ. Τέλιος, Μαρία Ψωμά Πετρίδου, Μαρία Γκερτσάκη, Δημήτρης Θαβώρης(φωτογραφία / Peny Delta)

Εκ του μη όντος / εκδ. Τύρφη

ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ (Από την παρουσίαση του βιβλίου)

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι διαφορετικό από κάθε άλλη πολυφωνική έκδοση που έχει κυκλοφορήσει, είναι δε το αποτέλεσμα τόσο της προσωπικής πορείας των συγγραφέων που συμμετέχουν στην έκδοση, όσο και συλλογικής. Επί του ουσιαστικού όμως και πλέον σημαντικού, είναι μια δημιουργία «Εκ του μη Όντος».
Όπως είναι γνωστό, η έκφραση σηματοδοτεί τη γέννηση ενός πράγματος, μιας χειρονομίας, μιας σκέψης, μιας ιδέας, από το «μη ον», δηλαδή από το τίποτα. Για την ακρίβεια, πρόκειται για την παραγωγή μιας οντότητας, για την ανάσυρση μιας ύπαρξης από μια προηγούμενη κατάσταση ανυπαρξίας. Εκεί που πρώτα δεν υπήρχε τίποτα, τώρα υπάρχει κάτι, γεγονός δηλαδή αδιανόητο, αν το σκεφτεί κανείς λογικά. Η έκφραση άλλωστε χρησιμοποιείται συχνά απαξιωτικά, αφού ο εξωφρενικός χαρακτήρας της υπόθεσης θεωρείται δεδομένος, π.χ. μια παρεξήγηση -εκ του μη όντος- που προκλήθηκε από το τίποτα.
Από την άλλη πάλι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός του ότι έχουμε την παραγωγή κάποιου πράγματος -γραπτού λόγου- από το τίποτα, ταυτόχρονα διαπιστώνουμε ότι αυτό συμβαίνει, εάν και εφόσον ο άνθρωπος, ο οποίος παράγει αυτό το κάτι, ο ήρωας, κινείται με εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση, από το κάτι προς το τίποτα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Είναι δηλαδή η εκφορά ενός λόγου από ένα δρων υποκείμενο το οποίο καταφέρνει να έχει τον λόγο αυτό, επειδή, λόγω περιστάσεων ή άλλων αιτιών, ξεκινά και κινείται προς το τίποτα, δηλαδή την ανυπαρξία. Είναι ο λόγος, ο οποίος εκφέρεται από εκείνο το ον που τείνει να γίνεται, διά της χρήσης του λόγου, μη ον, και να εξομολογείται τα παθήματα και τα μαθήματα της διαδρομής του αυτής. Είναι οι λέξεις που εκφέρονται από τον συγγραφέα, καθώς αυτός ανεβαίνει για να μας απαγγείλει ακριβώς επάνω στο βάθρο του μη όντος. Είναι δηλαδή ο λόγος του επικείμενου μη όντος. Ο λόγος ενός ανθρώπου που αρθρώνεται ακριβώς λίγο πριν αυτός μετατραπεί σε τίποτε και εκπέσει στην ανυπαρξία ή που έστω έχει ξεκινήσει αυτή τη διαδρομή και χειρονομεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Της γραφής προηγήθηκαν πολλοί μήνες προσέγγισης και μελέτης σημαντικών και πραγματικών λογοτεχνών, οι οποίοι έχουν δώσει περίβλεπτα εξομολογητικά κείμενα από τον 17ο αιώνα μέχρι και σήμερα. Η ομάδα, όσοι θέλησαν να πάρουν ενεργό μέρος σε αυτήν τη διαδικασία, σε κάθε συνάντηση είχε την ευκαιρία, υπό την καθοδήγηση του επιμελητή των εκδόσεων Τύρφη, Κωνσταντίνου Τέλιου, να έρθει σε επαφή εις βάθος με τα έργα των συγγραφέων που εξετάστηκαν, με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που τους καθόρισε, όπως και με τις προσωπικές τους ανησυχίες, αστοχίες, ιδιαιτερότητες, προβλήματα και προβληματισμούς. Δια μέσου δε αυτών, να πειραματιστεί συγγραφικά υπό την επιρροή των εκάστοτε αναλυόμενων κειμένων και με κοινό άξονα για όλους ένα κάποιο είδος απώλειας, από την ελάχιστη έως την μέγιστη, καθώς και την υπαρξιακή ταραχή και τους κραδασμούς που αυτή πυροδοτεί, και που κάποτε μπορεί να φτάνουν σε ακραία σημεία.
Το εξομολογητικό ύφος είναι κατάλληλο να αποδώσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων και να τις συνδέσει με την υποκειμενική εμπειρία. Από την άλλη, ενισχύει την αμεσότητα χρησιμοποιώντας συνήθως την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με σαφή εσωτερική εστίαση, δηλαδή ο αφηγητής – συγγραφέας να ταυτίζεται με τα πρόσωπα του έργου του, να αυτοαναλύεται και αυτοαναιρείται, μπαίνοντας στη θέση ενός οποιουδήποτε ήρωα και γράφοντας ως ο οποιοσδήποτε άλλος. Ο λόγος, αποτεινόμενος στον αναγνώστη με διάφανη οικειότητα, γίνεται κέντρισμα. Μιλάει στον άλλον όπως στον υποτιθέμενο εαυτό του, φέρνει στο φως τραύματα. Το βιωματικό υλικό ενσωματώνεται στη μυθοπλασία, αφηγηματοποιείται και, καθώς κοινοποιείται στις λογοτεχνικές του διαστάσεις, γίνεται μέσον αυτοκάθαρσης. Η γραφή ελευθερώνεται από εξωγενείς περιορισμούς κατά το μέτρο του δυνατού, εκφέρει το αυθεντικό και εμφανίζει την αλήθεια του γράφοντος, που εναντιώνεται στο σκοτάδι της ομογενοποίησης της εποχής μας. Εκ του μη όντος, δημιουργείται ον. Η δυναμική αυτής της γραφής είναι ικανή να συναντήσει συγγραφέα και αναγνώστη σε κοινό τόπο σκέψης, εσωτερικών διεργασιών και αδιεξόδων, και να ανασύρει μια ύπαρξη από την πρότερη κατάσταση ανυπαρξίας.
Η σπουδή αυτή υπήρξε από κάθε άποψη μια ξεχωριστή εμπειρία, με το θέμα της απώλειας να λειτουργεί ως θρυαλλίδα έμπνευσης. Η έκθεση δε στα έργα των λογοτεχνών που εξετάστηκαν, στάθηκε πρόκληση ψηλάφησης του εσώτερου εαυτού αλλά και εξάσκησης στον γραπτό λόγο, ενώ, ταυτόχρονα, η απόπειρα ευγενούς συνύπαρξης και ανταλλαγής σκέψεων και ιδεών με τόσα διαφορετικά άτομα, ακόμη κι όταν οι απόψεις διίσταντο, έδωσε μια ψυχοθεραπευτική εκτόνωση.
Στο πλαίσιο της παρότρυνσης των συμμετεχόντων σε συγκεκριμένα είδη γραφής, οι συγγραφείς που εξετάστηκαν ήταν οι: Γκέοργκ Μπύχνερ / Τζιάκομο Λεοπάρντι / Γιούκιο Μίσιμα / Κούρτσιο Μαλαπάρτε / Μωρίς Μπλανσώ / Πωλ Βαλερύ / Τόμας Μπέρνχαρντ / Χέρμαν Μέλβιλ / Άρθουρ Μίλερ / Βάλτερ Μπένγιαμιν / Βαρλάμ Σαλάμωφ / Ιζιντόρ Ντυκάς / Δάντης Αλιγκέρι / Μαρκήσιος Ντε Σαντ / Γ. Μανιάτης κ.α.
Η παρούσα έκδοση της Τύρφης είναι το αποτέλεσμα πολύμηνης προσπάθειας και πειραματισμών των συγγραφέων της και του συντονιστή, που συνεργάστηκαν προς την αρχική κατεύθυνση τόσο συγκινησιακά, όσο και από άποψη τεχνικής, αλλά και με βάση το σκεπτικό των εκδόσεων, που είναι η αναζήτηση και ανάδειξη νέων φωνών, με κριτήρια ποιότητας που θέτει η θεωρία της λογοτεχνίας, όπως και με την πρωτοτυπία, το καινούργιο, το αξιοπρεπές και συνάμα αυθεντικό.
Σήμερα, από τον αριθμό των υψηλού επιπέδου κειμένων, που κινούνται από τον ποιητικό λόγο, το παραλήρημα, την εξομολόγηση μέχρι και τη συστηματική και οργανωμένη αφήγηση και μυθοπλασία, δίχως όμως να απομακρύνονται από τον αρχικό στόχο και το ύφος της άμεσης ή έμμεσης ομολογίας, και που δουλεύτηκαν μέχρι τον τελικό σκοπό, με αδιαμφισβήτητα συμπλέουσα την προσπάθεια από όλες τις πλευρές να γίνει ένα ακόμη βήμα μπροστά, με ξεκάθαρα κριτήρια ποιότητας τόσο στη διαδικασία παραγωγής του γραπτού λόγου όσο και της έκδοσης ενός βιβλίου, οι εκδόσεις Τύρφη μπορούν να ισχυριστούν με βεβαιότητα ότι το όλο πρωτότυπο εγχείρημα πραγματικά άξιζε τον κόπο, ευελπιστώντας ότι ρίχνει ένα ακόμη σαμπό στις ερπύστριες του τέρατος. Απομένει να το διαπιστώσετε κι εσείς.

Νοέμβριος 2018
Μαρία Ψωμά Πετρίδου

(Από την εισαγωγή του βιβλίου)

ΟΣΤΑ / εκδ. Τύρφη / Παρουσίαση βιβλίου

Δελτίο τύπου

Οι εκδόσεις «Τύρφη» σας καλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Αναστασίας Πανταζοπούλου «ΟΣΤΑ» τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου και ώρα 20:00 στο Les yper yper (Γεωργίου Σταύρου 4 Θεσσαλονίκη).

Η Αναστασία Πανταζοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Φυσικό Τμήμα και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην εκπαίδευση στο Ανοιχτό Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Έχει διδάξει φυσική και μαθηματικά. Έχει δύο παιδιά. Ασχολείται με τη συγγραφή, τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ποίηση και την λογοτεχνική κριτική. Το βιβλίο της «Οστά» από τις εκδόσεις «Τύρφη» είναι το πρώτο της βιβλίο.

Στο βιβλίο η συγγραφέας, μέσα από δέκα ιστορίες, αφηγείται και προσεγγίζει μυθιστορηματικά τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, όπως ο πόλεμος, ο έρωτας, ο θάνατος, η τρέλα κ.α. Εμπλέκοντας διαφορετικές ιστορικές εποχές από την πόλη της Θεσσαλονίκης με διαφορετικούς τύπους γραφής και με οπτικές που παραπέμπουν στα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα όπως τον κλασικισμό, τον ρομαντισμό, τον νατουραλισμό, τον συμβολισμό κ.λπ., καταφέρνει να διηγηθεί κομμάτια της πραγματικότητας και της ιστορίας από-οικειοποιώντας τα από τον συνήθη τρόπο θέασής τους, δημιουργώντας έτσι, μέσα από αυτήν την μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που παράγει λογοτεχνία, μια γοητευτική και ευγενική μυθοπλασία-χειρονομία προς τον αναγνώστη.

Από το βιβλίο

 «Τα μαξιλάρια μερικές φορές βλέπουν και γέλια ή ζεσταίνονται από ανάσες ανακούφισης, όμως αυτό που κρατάνε καλά κλεισμένο στο εσωτερικό τους είναι οι λυγμοί. Κι όταν οι νοικοκυρές τα βγάζουν στον ήλιο, όλοι αυτοί οι λυγμοί σαν προσευχές ανεβαίνουν στον ουρανό. Γι’ αυτό μερικές φορές ακόμα κι οι ανομολόγητες ευχές μας γίνονται πραγματικότητα.»

 «Οι σκέψεις ορμούσαν στο κεφάλι του, διαρρηγνύοντας την ηρεμία που με κόπο κάθε φορά ύφαινε. Πάλευε να τις αποφύγει, μα δεν κατάφερνε τίποτα. Οι σκέψεις ήταν επίμονες. Το καλό και το κακό. Το καλό το κάνουμε πάντα. Το κακό δεν το κάνουμε ποτέ. Κι αν το κακό επιτίθεται; Όχι! Όχι! Όχι!»

 «Έβλεπε ανθρώπινα σώματα που πάλευαν μεταξύ τους. Από τη μια ήταν τα ζωντανά κορμιά που αγωνίζονταν για τη ζωή και, από την άλλη, τα νεκρά που αποζητούσαν τη λύτρωση.»

 «Κάποια στιγμή ο Κώστας μίλησε με μια φωνή σιγανή που έσπρωξε η ησυχία της νύχτας μέχρι τα αυτιά της Μαργαρίτας. Ρώτησε τι είναι ο άνθρωπος, αν χάσει την ανθρωπιά του.»

 «Η νύχτα τη βρήκε να ανηφορίζει προς το σπίτι. Σαν το σκυλί είχε βρει το δρόμο από τη μυρωδιά, χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να βλέπει πού πηγαίνει.»

 «Της αρέσει να χαζεύει τα σύννεφα και τα σχέδια τους στον ουρανό.  Σχέδια και ταξίδια που κάθε στιγμή είναι έρμαια της διάθεσης του αέρα. Έτσι και τα σχέδια των ανθρώπων είναι έρμαια στη διάθεση του τυχαίου.»

 «Σήμερα με επισκέφθηκε το αυτί σου. Τι γλυκιά που είσαι, δε με αφήνεις ποτέ μόνο. Ήταν τόσο όμορφο να έχω το αυτί σου μαζί μου όλη μέρα. Ευτυχώς δεν ήρθες ολόκληρη.»

 «Κάτι σαν το μαχαίρι. Μια τόσο απλή ανακάλυψη. Το μαχαίρι με τις δυο όψεις. Η μια είναι αυτή που κόβει το ψωμί στο οικογενειακό τραπέζι. Η άλλη είναι αυτή που κόβει τη ζωή, καθώς βυθίζεται  στα ζεστά σπλάχνα ενός κορμιού.»

Το σχεδιασμό του εξωφύλλου έχει κάνει ο Απόστολος Ρίζος, επάνω σε ζωγραφικά έργα της Ράνιας Εμμανουηλίδου και την επιμέλεια της έκδοσης ο Κωνσταντίνος Τέλιος.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι συγγραφείς Μαρία Ψωμά Πετρίδου, Γιάννης Βαϊτσαράς και ο Σπύρος Βούγιας. Αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Κρίστυ Λευκού, Αναστασία Γυλλού και η Μαρία Γκερτσάκη. Τη οπτική επικοινωνία έχει αναλάβει ο Απόστολος Ρίζος ενώ την επιμέλεια του ήχου έχει ο Παύλος Βάκαλος.

 

Εκδόσεις Τύρφη

Γεωργίου Σταύρου 4

54623

Θεσσαλονίκη

τηλ. 2310 269587

«Οι μη αφελείς κάνουν λάθος»

«Οι μη αφελείς κάνουν λάθος» / (Για «Το στρίψιμο της βίδας» του Χένρι Τζέιμς)

«Δεν τη βλέπεις όπως τη βλέπουμε εμείς; Ούτε τώρα τη βλέπεις, δηλαδή; Ούτε τώρα; Είναι εκεί σαν τη φωτιά που καίει! Κοίτα, καλή μου γυναίκα, κοίτα!» Κοίταξε όπως κοιτούσα κι εγώ, έβγαλε όμως έναν βαθύ αναστεναγμό άρνησης, αποστροφής και συμπόνιας, ανάμεικτες με την αποστροφή για την απαλλαγή της και τον οίκτο της για μένα, μια αίσθηση, συγκινητική κι εκείνη τη στιγμή ακόμα, ότι αν μπορούσε θα με υποστήριζε. Κι ίσως να το χρειαζόμουν, γιατί μπροστά στη σκληρή απόδειξη πως τα μάτια της ήταν απελπιστικά σφαλιστά, ένιωσα και τη δική μου ματιά να παραπαίει.

Το στρίψιμο της βίδας είναι μια νουβέλα μυστηρίου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για πολλούς λόγους. Από τη μια η αριστοτεχνική γραφή και από την άλλη ο τρόπος που παρασύρει τον αναγνώστη να διακινδυνέψει να ερμηνεύσει μόνος του όσα καταγράφονται. Ο αναγνώστης ιχνηλατώντας το κείμενο χαράζει δικό του δρόμο ερμηνεύοντας το λογοτεχνικό έργο, ενώ νιώθει τον κίνδυνο που προέρχεται κυρίως από όλα όσα καταγράφονται ή δεν καταγράφονται ξεκάθαρα. Ο συγγραφέας έχει έναν μοναδικό τρόπο να μας ξεναγεί πρόθυμα μέσα στο σκοτάδι επιτρέποντας στον καθένα να συμπληρώνει όσα δεν βλέπει. Το κείμενο τρομάζει και καθησυχάζει ταυτόχρονα, χωρίς να υπόσχεται καμία ασφάλεια, χωρίς καν να αφήνει να φανεί κάποιο είδος ασφάλειας. Όλοι οι ήρωες είναι από την αρχή εκτεθειμένοι μαζί με τον αναγνώστη σε ότι κρύβεται πίσω από τις λέξεις, μέσα στις σκιές, σε ότι βρίσκεται κάπου εκεί κοντά ή πλησιάζει χωρίς να έχει ξεκάθαρη εικόνα ακόμη και μέχρι το τέλος της αφήγησης.

Είναι ένα έργο μυστηρίου, ίσως φόβου ή τρόμου που μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους: Ή σαν ένα καλογραμμένο θρίλερ ή σαν εγχειρίδιο διαχείρισης ενός μυαλού, που οι διαδρομές που ακολουθεί είναι στην άκρη του γκρεμού της παραφροσύνης. Πώς να διαχειριστεί κανείς την παράνοια από μακριά χωρίς να βουτήξει μέσα της: Κι αν βουτήξει μένει αλώβητος;

Ποιος είναι αυτός που καθορίζει το παιχνίδι που έχει στηθεί στο αρχοντικό του έργου; Ό,τι υπάρχει στο αρχοντικό, η κουβερνάντα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις διαφυλάττοντας τα παιδιά, τα φαντάσματα που περιγράφει ο Τζέιμς, ή ο ίδιος ο συγγραφέας; Μήπως τελικά καθορίζονται όλα από τον τρόπο της ανάγνωσης, από την οπτική που θα υιοθετήσει ο αναγνώστης;

«Ξέρεις καλή μου» απάντησα. «Μόνο που δεν έχεις το θράσος του δικού μου μυαλού και συγκρατείσαι: Από λεπτότητα, συστολή κι από σεμνότητα, ακόμα κι από αίσθηση πως όταν στο παρελθόν σιωπούσες αμήχανη χωρίς τη βοήθειά μου, γινόσουν πάνω από όλα δυστυχισμένη. Αλλά τώρα θα σε απαλλάξω απ’ όλα αυτά. Υπήρχε κάτι στο παιδί», συνέχισα, «που σου έλεγε ότι γνώριζε και συγκάλυπτε τη σχέση τους».

Βλέπουμε τόσο ζωντανά μέσα από τις λέξεις στο κείμενο την απόγνωση της γκουβερνάντας που δεν μπορεί να ξεδιαλύνει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, τι είναι αθώο και τι ένοχο, την καχυποψία της προς τα πάντα ακόμα και προς τις δικές της αισθήσεις κι εντυπώσεις. Είναι υπεύθυνη για δυο παιδιά και νιώθει με την ίδια ένταση την ανάγκη να τα προστατέψει από μια εχθρική επιβουλή και ταυτόχρονα την επιβεβλημένη απαίτηση να παραμείνει ανεπηρέαστη από τους χειρισμούς της αμφισβητήσιμης αθωότητάς τους.

Μια ιστορία φαντασμάτων που εκτυλίσσεται κυρίως εσωτερικά. Σαν ταινία που γυρίζεται με κρυμμένη κάμερα μέσα στο μυαλό της γκουβερνάντας πρωταγωνίστριας. Όμως σε κάθε κάμερα υπάρχει η «τυφλή οπτική γωνία» και δεν μπορεί να δει όλη την αλήθεια. Επίσης είναι μια κάμερα που επηρεάζεται από την προσωπικότητα του παρατηρητή, που με τη σειρά του επηρεάζει με την παρουσία του τις εξελίξεις, χωρίς να είναι ικανός να ξεχωρίσει τον δικό του ρόλο. Ένα παιχνίδι λογικής μέσα στο μυαλό της πρωταγωνίστριας που αγωνίζεται να μην παραπλανηθεί, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό είναι αδύνατο.

Η εκτυλισσόμενη ιστορία δημιουργεί μια κατάσταση αγωνίας στον αναγνώστη για την αποκάλυψη της αλήθειας, για την κατανόηση των γεγονότων κι όμως τίποτε από αυτά δεν είναι σίγουρο ότι είναι εφικτό, ακόμη κι όταν έχει ολοκληρωθεί η αφήγηση.

Ένα εξαιρετικά (τουλάχιστον) διφορούμενο κείμενο που δεν δημιουργεί καμία βεβαιότητα ακόμη και για την πιο ξεκάθαρα περιγραφόμενη σκηνή. Είναι τέτοιος ο λόγος του Τζέημς που δεν καλλιεργεί καμία σιγουριά για το τι πραγματικά συμβαίνει. Από τη μια είναι απλός και ξεκάθαρος και ταυτόχρονα πλέκει την ιστορία με τρόπο που παίζει με το μυαλό του αναγνώστη ή με τις εντυπώσεις ή με το μυαλό των ηρώων του ή ακόμη και με τον εαυτό του. Αριστοτεχνικό γράψιμο που κορυφώνει το μεγαλείο μιας ιστορίας μυστηρίου. Όταν ολοκληρώνεται η αφήγηση όλα τα ερωτήματα ακόμη πλανώνται απειλητικά πάνω από τον πύργο όπου ο αναγνώστης έχει μεταφερθεί νοερά για να συνδράμει στην αντιμετώπιση των εχθρικών καταστάσεων που εμφανίζονται στους διαδρόμους, στις σκάλες και στην γύρω ύπαιθρο.

Ένα έργο που έχει δεχθεί πολλαπλές ερμηνείες και μόνο θαυμασμό από πολλούς αξιόλογους ανθρώπους της λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί καταξιωμένοι λογοτέχνες και θεωρητικοί της λογοτεχνίας έχουν αναφερθεί στα γραπτά τους σε αυτό το δημιούργημα. (Mauice Blanchot, Gide, Borges,…) Σε αυτές τις αναφορές δεν υπάρχει συμφωνία στην αντιμετώπιση ως προς το νόημα του έργου του Τζέιμς κι αυτό την κάνει ακόμη πιο μεγαλοφυή. Είναι μια μυστηριώδης ιστορία ερωτηματικών όπου ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει και προκαλείται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα όχι μόνο διαβάζοντας, αλλά εξερευνώντας όλα όσα καταθέτει ο Τζέιμς. Κι ενώ τίθεται το ερώτημα αν χρειάζεται μια υποψιασμένη ανάγνωση με οξυδέρκεια ή όχι, η ρύση του Λακάν προβληματίζει: «Οι μη αφελείς κάνουν λάθος». Μήπως προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε το έργο και να μην εξαπατηθούμε από αυτό εξουδετερώνουμε την αξία του; Το μεγαλείο ενός λογοτεχνικού έργου μήπως είναι ακριβώς αυτό; Η δύναμή του να μας εξαπατήσει και να μας ταξιδέψει πέρα από συνήθη λογική μας.

Ο Χένρυ Τζέιμς στο Στρίψιμο της βίδας θα μπορούσε να έχει γράφει μια απλή ιστορία φαντασμάτων αντί αυτού όμως δημιούργησε ένα εξαιρετικό έργο τέχνης τραβώντας το χαλί της βεβαιότητας αθόρυβα κάτω από τα πόδια του αναγνώστη. Υπηρέτησε την τέχνη ως λειτουργία αφύπνισης του αναγνώστη που τον οδηγεί να ξαναδεί και να ψηλαφίσει την πραγματικότητα ως ένα άγνωστο και ανοίκειο ον.

Το στρίψιμο της βίδας είναι ένα έργο που από τη μια μπορεί να θεωρηθεί ότι υπηρετεί την απόλυτη κυριαρχία του αναγνώστη ερμηνευτικά επί του λογοτεχνικού κειμένου κι έτσι δικαιώνει τη λογοτεχνική θεωρεία του μεταδομισμού. Από την άλλη πάλι υπηρετεί την ψυχαναλυτική κριτική, θεωρώντας τον δημιουργό του κειμένου υπεύθυνο για ότι έχει καταγράψει και υπονομεύοντας τον αναγνώστη. Μέσα από αυτήν την αντίθεση αναδεικνύεται η εξαιρετική ποιότητα του κειμένου που ενώ κινείται με βάση τις εικόνες αφήνει σαν δυνατό άρωμα τους υπαινιγμούς να κυριαρχήσουν.

(Το στρίψιμο της βίδας γράφτηκε από τον Χένρι Τζέιμς και κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση του Κοσμά Πολίτη, από τις εκδόσεις Άγρα με εξαιρετικό επίμετρο ένα δοκίμιο του Maurice Blanchot για το συγγραφέα και το έργο. Επίσης από τις εκδόσεις Οξύ και τις εκδόσεις Βακχικόν με διαφορετική μετάφραση. Για αυτήν την παρουσίαση χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από το επίμετρο του Blanchot, όπως επίσης κι από ένα άρθρο της Σοσάνα Φέλμαν που αφορά στην ψυχαναλυτική θεώρηση και κριτική της λογοτεχνίας. Σοσάνα Φέλμαν: Η τρέλα της ερμηνείας/ λογοτεχνία και ψυχανάλυση)

 

Αναστασία Πανταζοπούλου

Η αντανάκλαση της επιφάνειας

Στέλιος Λευκόπουλος / Η καρδιά της κούκλας

Η αντανάκλαση της επιφάνειας

Είναι ο άνθρωπος η εικόνα του; Ή μήπως όχι; Κι αν δεν είναι η εικόνα του, τότε τι είναι; Ο διαχωρισμός σώματος-ψυχής είναι κάτι που απασχόλησε τον άνθρωπο με πολλούς τρόπους. Από τους λάτρες του σώματος, της ομορφιάς και των ηδονών και τις σπονδές τους στο απτό κορμί, μέχρι τους φύλακες της ψυχής που ανέλαβαν να εξοντώσουν ηθικά το σώμα μέχρι της τελικής του εξουθένωσης. Ανάμεσα στα δύο άκρα, όλοι οι απλοί άνθρωποι που βασανιζόμαστε από ενοχές για όλα όσα δεν προλάβαμε να κάνουμε ή κάναμε είτε με την ψυχή είτε με το σώμα. Άνθρωποι όπως οι χαρακτήρες της ιστορίας που έγραψε ο Στέλιος Λευκόπουλος, οι οποίοι ταλανίζονται ανάμεσα στο ποιοι είναι, ποιοι θα ήθελαν να είναι και ποιοι φαίνεται πως είναι. Φαίνομαι, φαινόμενα, εμφάνιση. Πληρωτέο επί τη εμφανίσει, σαν χαρτονόμισμα. Κάθε  άνθρωπος  έχει μια εικόνα που δεν τον συνοδεύει απλά σε όλη του τη ζωή, αλλά τη σημαδεύει και κάποιες φορές τον καθορίζει. Αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει και στο βιβλίο του Λευκόπουλου.

Η εμφάνιση ανακατεμένη με μια ιδιότροπη διαφορετικότητα, που εξέχει από την καθημερινότητα σαν ακίδα σε ξύλο που πληγώνει το χέρι και πονάει, οδηγεί τους ήρωες. Πόσοι από εμάς καθορίζουν τη ζωή τους με γνώμονα ένα τέλειο ταίριασμα με το περιβάλλον, ώστε να μην προκαλούν το δημόσιο αίσθημα; Όταν η διαφορετικότητα ξεχειλίζει και αφρίζει στο ποτήρι της ζωής γίνεται ένα δυσβάσταχτο βάρος. Σε αυτήν την ιστορία η εικόνα, η διαφορά, τα φαινόμενα, είναι σπασμένα γυαλιά στους δρόμους που βαδίζουν οι χαρακτήρες.

Αναζητώντας απαντήσεις διαβάζω ένα απόσπασμα του Όσκαρ Ουάιλντ από «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ»: «Και η ομορφιά είναι μια μορφή μεγαλοφυΐας, ανώτερη μάλιστα από τη μεγαλοφυΐα, γιατί δε χρειάζεται εξήγηση… Κανένας δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Έχει το θείο δικαίωμα της υπεροχής… Οι άνθρωποι συνηθίζουν να λένε ότι η ομορφιά είναι κάτι επιφανειακό. Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά τουλάχιστον δεν είναι τόσο επιφανειακή όσο η σκέψη. Για εμένα η ομορφιά είναι το θαύμα των θαυμάτων. Μονάχα οι επιπόλαιοι άνθρωποι δεν κρίνουν από τα φαινόμενα. Το αληθινό μυστήριο του κόσμου βρίσκεται στο ορατό και όχι στο αόρατο…» γράφει ο Ουάιλντ.

Θα ήμουν πολύ ήσυχη, αν έτσι μπορούσα να τα εξηγήσω όλα, με την εμφάνιση. Να τα καταλάβω όλα, ακόμη και έναν φόνο. Αυτή τη δύναμη επί της ύπαρξης που βγαίνει από τα χέρια ενός ανθρώπου και κομματιάζει σώματα και ζωές. Κι ίσως όχι μόνο έναν φόνο αλλά και περισσότερους, που κόπηκαν από την πραγματικότητα για να ιστορηθούν μέσα σε ένα βιβλίο όπως του Λευκόπουλου. Ένα βιβλίο που περιγράφει τη βία, αφήνει υπονοούμενα, πλέκει μυστήρια, αλλά δίνει στον αναγνώστη τη διακριτική ευχέρεια, να συμπληρώσει την ιστορία με σκέψεις και εικόνες για τους ανθρώπους και τα γεγονότα που κυκλοφορούν στους δρόμους του.

Το βιβλίο του Στέλιου Λευκόπουλου «η καρδιά της κούκλας» είναι ένα αστυνομικό δράμα γεμάτο ερωτηματικά και αλήθειες που δε λέγονται δυνατά, παρά μόνο ψιθυρίζονται στις λεπτομέρειες των σκηνών.

Ένας φόνος φέρνει τους ήρωες στο γραφείο της εισαγγελέως και πιο κοντά σε αναπάντητα εσωτερικά ερωτήματα. Συναντήσεις με ανθρώπους και ιστορίες από το παρελθόν. Κάπου εκεί στους δρόμους της πόλης, διασταυρώνεται το πραγματικό με το αδύνατο, το σύνηθες με αυτό που είναι πέρα από τη λογική. Τα γεγονότα, πραγματικά κι αδύνατα ταυτόχρονα, οδηγούν τον πιθανό δολοφόνο στο ψυχιατρείο. Εκεί, ένα σύνολο από ανθρώπους, πνεύματα, ζώα, λογική και παραφροσύνη, εκτελούν άλλον έναν φόνο. Πως γίνεται μέσα σε αυτές τις σελίδες  οι θύτες και τα θύματα να αλλάζουν συνέχεια πρόσωπο; Με ποια δύναμη ένα πλάσμα μπορεί να εκτελέσει έναν άγριο φόνο; Τα πρόσωπα που δεν ανέδειξαν την ταυτότητα τους κατά τη διάρκεια της ιστορίας τι ρόλο έπαιξαν και για ποιο λόγο παρέμειναν άγνωστα; Ένα αστυνομικό θρίλερ που κρατάει τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία λέξη και τον προετοιμάζει για τη συνέχεια.

Αυτά γίνονται αντιληπτά με απόλαυση στην πρώτη ανάγνωση. Εκείνο που αξίζει να αναζητηθεί, όπως σε κάθε μυστήριο είναι η απάντηση στην ερώτηση γιατί; Γιατί θα έκανε κάποιος τις ειδεχθείς πράξεις που κατατίθενται στο βιβλίο; Με αφετηρία αυτήν την ερώτηση, μπορούν να γίνουν κατανοητές οι σκέψεις και τα έργα των ηρώων που προκαλούν τη συμπάθεια ή την απέχθειά μας. Στην προσπάθεια ανεύρεσης της απάντησης, ήρθα αντιμέτωπη με ένα παιχνίδι ρόλων. Όμως κάποιος μοίρασε τους ρόλους σαν τραπουλόχαρτα, στην τύχη. Κανένας από τους χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι ευχαριστημένος από το δικό του. Μια μάνα αδύναμη, υποταγμένη στο σύζυγο, έρμαιο των δικών του αποφάσεων, ανίκανη να υπερασπιστεί τα παιδιά της, φορτώνεται ενοχές. Ένας νεαρός άντρας που μαλώνει διαρκώς με το σώμα του κι αυτή η μάχη επεκτείνεται ανάμεσα σε αυτόν και όλους τους υπόλοιπους. Ένας ιδανικός μα ανικανοποίητος εραστής. Μια επαγγελματίας που δεν μπορεί να αποφασίσει γιατί κάνει καλά τη δουλειά της.  Μια ομάδα τυχαία επιλεγμένη από τα εκατομμύρια ανθρώπων που βλέπουν με τα μάτια τους και ζουν σύμφωνα με ότι βλέπουν, με ότι φαίνεται. Μήπως όμως τελικά δεν είναι η καλύτερη επιλογή τα μάτια, ως το όργανο που χρησιμοποιήσουμε για να αντιληφθούμε το γύρω κόσμο; Κι αν δεν είναι αυτό, τότε ποιό;  Μπορούν οι εικόνες να ερμηνεύσουν τι νιώθουμε, τι πράττουμε ή τι εγκληματούμε;

Το βιβλίο του Λευκόπουλου δεν απαντάει σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά τα θέτει με τον τρόπο που το κάνει και η ίδια η ζωή, τον τρόπο της απλότητας που κόβει την ανάσα και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Οι άνθρωποι και οι πράξεις τους, είναι ολοζώντανα μέσα στο βιβλίο και πατώντας στα βήματα της ιστορίας, θα περάσει ο αναγνώστης από ενδιαφέρουσες καταστάσεις που θα τον κρατήσουν σε εγρήγορση μέχρι το τέλος της ανάγνωσης.

Η απόλαυση και τα ερωτηματικά παρέχονται απλόχερα.

Αναστασία Πανταζοπούλου

Φωτογραφία: Deviantart

 

 

 

In Nomine Domini – Η καρδιά της κούκλας

Δελτίο τύπου

H πρώτη επίσημη βιβλιοπαρουσίαση του μυθιστορήματος In Nomine Domini – Η Καρδιά Της Κούκλας του Στέλιου Γ. Λευκόπουλου των Εκδόσεων Τύρφη, θα πραγματοποιηθεί στις 24 Φεβρουαρίου στο Les Yper Yper στις 21:00.

Οι συντελεστές της εκδήλωσης αποφάσισαν να δώσουν μια διαφορετική νότα και να “σπάσουν” ελαφρώς το πρωτόκολλο της διαδικασίας. Αποσπάσματα του βιβλίου επιλεγμένα από τον ίδιο τον συγγραφέα και μετά από κατάλληλες τροποποιήσεις της Μάρως Καραγιώργου, θα λάβουν κυριολεκτικά σάρκα και οστά κατά τη διάρκεια αυτής της εκδήλωσης! Τους κεντρικούς χαρακτήρες θα υποδυθούν οι ηθοποιοί: Άγγελος Κάλφας, Μαρία Γκερτσάκη και Μάρω Καραγιώργου.

Η ανάγνωση περαιτέρω αποσπασμάτων, καθώς και ο σχολιασμός του περιεχομένου του βιβλίου θα γίνει από τους: Κωνσταντίνο Τέλιο, Μαρία Πολίτου, Αναστασία Πανταζοπούλου και Γεωργία Μυριδάκη. Την οπτική επικοινωνία θα έχει υπό τον έλεγχό του ο Απόστολος Ρίζος, ενώ την επιμέλεια ήχου θα βρίσκεται ο Παύλος Βακαλος. Στη φωτογραφία η Θωμαή Στεργιώτη.

Η τοπική κοινωνία δεν έχει και τόσο οξυμένα αντανακλαστικά. Παρά ταύτα πολλοί θα είναι αυτοί που θα σταθούν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ειδικά όταν μιλούν για ένα άγριο έγκλημα που γίνεται στις τουαλέτες γνωστής ψυχιατρικής κλινικής από έναν άγνωστο δράστη. Ένας δράστης που κινείται στα όρια του πραγματικού, μια μυθιστορηματική μορφή εκδικητή που λαμβάνει εντολές από έναν ακόμη πιο αφανή ηθικό αυτουργό. Τι όμως μπορεί να συνδέει αυτόν τον σκοτεινό τύπο με έναν δολοφονημένο πατέρα που ένας αθώος επιμένει να αναλάβει την ευθύνη του φόνου και να καταδικαστεί. Και τι μπορεί να συνδέει την νοσηρή αγάπη δύο ανθρώπων με μια αυτοκτονία και με δύο φρικιαστικά εγκλήματα.
Μια ευφυής εισαγγελέας προσπαθεί να ξεμπλέξει ένα κουβάρι στο οποίο τελικά μπλέκεται και η ίδια. Αφού όπως φαίνεται όλες οι ιστορίες συναντώνται τελικά σε έναν κοινό τόπο από όπου είναι δύσκολο κανείς να αποδράσει. Και η δικαιοσύνη που τελικά πάντοτε απονέμεται, ακόμη και με εντελώς ανορθόδοξους τρόπους, φαίνεται να είναι το διαρκώς το ζητούμενο σε μια διαδρομή που δεν μοιάζει να έχει τέλος.

«Ανεπαίσθητα και με τεράστια προσπάθεια, εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια που λαμποκοπούσαν τώρα μπροστά του, τον μετέφεραν μερικές εβδομάδες πίσω. Το ίδιο παλτό, το ίδιο κομποσκοίνι, η ίδια κορμοστασιά. Και μέχρι να κάνει τούτο το συνειρμό, ένα ακόμη κοράκι προσγειώθηκε στο έδαφος μπροστά τους. Και έπειτα ένα ακόμη. Σε λίγα δευτερόλεπτα ακόμη ένα. Το ένα δίπλα στο άλλο, σχεδόν στοιχισμένα, κοιτάζοντας όλα προς την ίδια κατεύθυνση: τον Άγγελο.
«Πέρασες από μπροστά μας», είπε τελικά. «Στο λιμάνι».
«Αυτό σου θυμίζω μόνο;» χαμογέλασε ειρωνικά ο άντρας.
«Εσύ δεν ήσουν;» ρώτησε ο Άγγελος δίχως να πάψει να τον περιεργάζεται.
«Ναι, εγώ ήμουν. Πέρασα από μπροστά σου», τον διόρθωσε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο και παίζοντας πάντα με το κομποσκοίνι. «Δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί».
«Ήμουν με τον Αλέξανδρο», αντέτεινε ο Άγγελος.
Ο άντρας έγειρε ελαφρώς το κορμί του προς το μέρος του ξανθού νεαρού και τον κάρφωσε με το βλέμμα του, ταυτόχρονα με το πτηνό που ήταν ακόμη γαντζωμένο στο χέρι του.
«Ήσουν;» του χαμογέλασε.»
(απόσπασμα από το βιβλίο)
Αστυνομικό μυθιστόρημα? Δικαστικό θρίλερ? Ψυχολογική μονογραφία? Μεταφυσικός φετιχισμός? Η κρυφή ιστορία μυστικών εταιριών και ομάδων απονομής δικαιοσύνης? Μια ιστορία αγάπης που συνεχίζεται μέσα και πέρα από το θάνατο? Το βιβλίο του Στέλιου Λευκόπουλου IN NOMINE DOMINI – (Η καρδιά της κούκλας) από τις εκδόσεις «Τύρφη» φαίνεται ότι ενσωματώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που συχνά συναντούμε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Τοποθετώντας τη δράση στο σήμερα και στην πόλη της Θεσσαλονίκης εκ των πραγμάτων συναντιέται με τις κρυφές ζωές, τα νυχτερινά μονοπάτια, τις ανομολόγητες αλήθειες και τα κοινά και ένοχα μυστικά που αυτή η πόλη ξέρει να κρύβει καλά από τα αδιάκριτα μάτια.

Στέλιος Λευκόπουλος
IN NOMINE DOMINI – (Η καρδιά της κούκλας)
Εκδόσεις «Τύρφη»

Εκδόσεις Τύρφη
Γεωργίου Σταύρου 4
54623
Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310269587

Από την παράνοια στους αλγόριθμους

Απόστολος Δοξιάδης
«Από την παράνοια στους αλγόριθμους»
Εκδόσεις Ίκαρος

Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να πείσει κάποιον άλλο ότι οι συλλογισμοί του είναι λάθος; Δύσκολη υπόθεση αν όχι αδύνατη. Ας υποθέσουμε ότι αυτός ο άλλος είναι επιστήμονας της Λογικής. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για τη γιατρό που έχει απέναντί της τον Κουρτ Γκέντελ. Ο Κουρτ Γκέντελ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Μαθηματικούς της σύγχρονης εποχής και της επιστήμης της Λογικής, γι’ αυτό άλλωστε ονομάστηκε και νέος Αριστοτέλης. Έχουμε μια γιατρό, διαιτολόγο και έναν ασθενή, τον Γκέντελ, που νοσηλεύεται στο ψυχιατρείο, γιατί αρνείται να καταναλώσει οποιοδήποτε είδος τροφής. Ο Γκέντελ, έχοντας την υποψία ότι το προσωπικό του ψυχιατρείου δηλητηριάζει την τροφή του, οδηγείται στο θάνατο από ασιτία.
Ένας μεγάλος θεωρητικός της Λογικής στο ψυχιατρείο. Και δεν είναι ο μόνος. Ένα σημαντικό ποσοστό των θεωρητικών επιστημόνων της Λογικής τελείωσε τη ζωή του σε ψυχιατρείο. Αυτό το γεγονός και μόνο αποτελεί μια πρόκληση για το δελεαστικό περιεχόμενο του βιβλίου του Απόστολου Δοξιάδη, που είναι γεμάτο πειρασμούς για τη σκέψη και τη λογική μας.
Ο συγγραφέας με αφορμή τη νοσηλεία του Γκέντελ παρουσιάζει ένα θεατρικό έργο όπου συγκρούονται μεταξύ τους το θεώρημα της μη πληρότητας του Κουρτ Γκέντελ με την μέχρι τότε απολυτότητα και την παντοδυναμία της μαθηματικής επιστήμης. Παρουσιάζει την αγωνία της αναζήτησης της αλήθειας, αμφισβητώντας την απόλυτη εξίσωσή της σοφίας με τη λογική. Με φόντο ένα ψυχιατρείο γινόμαστε μάρτυρες της αποκαθήλωσης της βεβαιότητας.
Μέχρι την εμφάνιση των θεωρημάτων της μη πληρότητας του Γκέντελ η επιστήμη των μαθηματικών ήταν η κορωνίδα των επιστημών που δεν μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς. Η λογική όπως και τα μαθηματικά έλεγαν πως υπάρχουν δύο εκδοχές για τα πάντα, κάτι μπορεί να είναι ψευδές ή αληθές. Ο Γκέντελ με το θεώρημα της μη πληρότητας έρχεται και μας λέει ότι δεν μπορεί μια μαθηματική θεωρία να αποφανθεί για την αλήθεια ή μη των πάντων. Έτσι δημιουργείται μια ρωγμή στην απολυτότητα της αλήθειας. Δεν υπάρχει μόνο το αληθινό και το ψευδές, υπάρχουν και οι γκρίζες ζώνες που δεν ξέρουμε αν κάτι είναι αληθινό ή ψευδές. Έρχεται η σύγκρουση του απόλυτου με το σχετικό, η σύγκρουση του Γκέντελ με τους συναδέλφους μαθηματικούς που ένιωθαν άνετα μέσα στην βεβαιότητα της επιστήμης τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο η φράση ενός συναδέλφου του Γκέντελ, «Αυτό δεν είναι μαθηματικά!». Η άρνηση της ύπαρξης της θεωρίας του Γκέντελ ως μαθηματικά σε απαλλάσσει από την υποχρέωση να ασχοληθείς. Οποία πλάνη! Η ρωγμή στα ύφαλα του πλοίου είναι εκεί, είτε το παραδεχτούμε είτε όχι. Και η ρωγμή οδηγεί στην ανακατασκευή του οικοδομήματος.
Μέσα σε μια δυτική κοινωνία που σημαντικοί διανοητές γκρέμισαν τα υποστυλώματα που στήριζαν τον τρόπο σκέψης και αντίληψης της πραγματικότητας του ανθρώπου (Δαρβίνος, Μαρξ, Αϊνστάιν, Χάιζενμπεργκ, Νίτσε, Γκέντελ, Φρόιντ) κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, ο άνθρωπος αναζητά μια αλήθεια που θα επαναφέρει “τη γη κάτω από τα πόδια του”. Κι αναρωτιέμαι, γιατί η αλήθεια ή η λογική γιατί πρέπει να είναι απόλυτες, μέσα σε μια πραγματικότητα που μόνο μια βεβαιότητα υπάρχει, η αβεβαιότητα.
Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Οι κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες επηρεάζουν την ανάπτυξη των επιστημών ή η ανάπτυξη των επιστημών διαμορφώνει τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες; Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του Απόστολου Δοξιάδη «Από την παράνοια στους αλγόριθμους» μέσα από έναν διάλογο δίνεται η ιστορία των μαθηματικών ή η ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης των μαθηματικών αναδυομένη μέσα από τις κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες. Έτσι, με γοητευτικό θα έλεγα τρόπο και προσηνή στον αναγνώστη (ακόμη κι αυτόν που δεν έχει ασχοληθεί με τα μαθηματικά) ο συγγραφέας παρουσιάζει την αλληλουχία των φιλοσοφικών ιδεών που διέπουν τη μαθηματική επιστήμη. Με ευκολία περνάει από τη μαθηματική επιστήμη στην εξέλιξη των φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων παρουσιάζοντας τις ομοιότητες με τις εξελίξεις στη μαθηματική φιλοσοφία. Όλα αυτά με πλαίσιο τη λογική σκέψη και τη δυνατότητα απόδειξης της αλήθειας.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τη διαδρομή του βιβλίου κι ας απολαύσουμε ένα ταξίδι στα αποκαΐδια της λογικής (ή μήπως της αλήθειας;) που σαν το φοίνικα ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της.

*Πρώτο θεώρημα μη πληρότητας

Οποιαδήποτε αποτελεσματικά παραχθείσα θεωρία που είναι ικανή να εκφράσει τη στοιχειώδη αριθμητική δεν μπορεί να είναι και συνεπής και πλήρης. Συγκεκριμένα, για κάθε συνεπή, αποτελεσματικά παραχθείσα τυπική θεωρία που αποδεικνύει συγκεκριμένες αλήθειες βασικής αριθμητικής, υπάρχει μία αριθμητική δήλωση η οποία είναι αληθής, αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί από τη θεωρία.

*Δεύτερο θεώρημα μη πληρότητας

Για κάθε αποτελεσματικά παραχθείσα τυπική θεωρία Θ που συμπεριλαμβάνει βασικές αριθμητικές αλήθειες και επίσης συγκεκριμένες αλήθειες για την δυνατότητα τυπικής απόδειξης, η Θ συμπεριλαμβάνει δήλωση περί της ιδίας συνέπειας αν και μόνο αν η Θ είναι ασυνεπής.

* Στη φωτογραφία ο Κουρτ Γκέντελ

Αναστασία Πανταζοπούλου

Με βράγχια ανασαίνω

Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω.
(Νικηφόρος Βρεττάκος)

Ένα καινούριο βιβλίο, μια νέα ποιήτρια, μια σπονδή στην ποίηση. Μια συλλογή γεμάτη αγάπη για την τέχνη, τη ζωή, την ομορφιά και την ελπίδα. Η Ελένη Αράπη ως φιλόλογος σέβεται την ποίηση, ως ποιήτρια την υπηρετεί και αυτό μας το δηλώνει ακόμη από το πρώτο έργο της συλλογής αυτής.
Εκκλησία η ποίηση/ γδύνεσαι τ’ άρματα/ πλένεις τα χέρια ανάβεις κερί/ καίγεσαι, αυτό-/ αναφλέγεσαι./ Η στάχτη που μένει/ μοναδική αλήθεια./ Μπήκα πολεμιστής/ και προσκύνησα.
Κάθε ποίημα, κάθε ποιητής –εφόσον υπερβαίνει εκείνο το εκ των ων ουκ άνευ της ποιήσεως- αξίζει την αγάπη και το σεβασμό μας, γιατί είναι ένας υπηρέτης του πολέμου που έχει κηρύξει ο ατίθασος έντεχνος λόγος της ποίησης απέναντι στην καλά οργανωμένη καθημερινότητα μας. Όταν αγαπάμε τον ποιητή και τη δουλειά του, αγαπάμε την ίδια την τέχνη. Στηρίζουμε τον αγώνα της για ύπαρξη μέσα στο βιαστικό σήμερα. Ποίηση έχουμε όταν το περιεχόμενο των τοποθετημένων στη σειρά λέξεων προκαλεί μια υπέρβαση που τις ξεπερνάει. Δηλαδή όχι μόνο μεταφέρεται ένα νόημα, μεταφέρεται ένα περιεχόμενο και μια ατμόσφαιρα, αλλά προκαλείται ένα νέο ποιητικό και αισθητικό γεγονός που υπερβαίνει το σμήνος των λέξεων που το απαρτίζουν.
Ο αναγνώστης διαβάζοντας αυτή τη συλλογή, αντιλαμβάνεται την προσπάθεια της κυρίας Αράπη να είναι μια καλή υπηρέτρια. Φαίνεται ο δρόμος που περπάτησε ώστε να νιώσει, να ψηλαφίσει και να προσφέρει στην τέχνη με όλες της τις δυνάμεις. Ακουμπά τα θέματα, αγγίζει τις λέξεις, παίζει με τα νοήματα όπως με τις χορδές μιας κιθάρας κι έτσι φτιάχνει το ποίημα. Ποίημα που σαν νεογέννητο μας κοιτά στα μάτια και μας αγγίζει με τον δικό του τρόπο.
Το δεσπόζον χαρακτηριστικό που διέπει, καθορίζει και μετασχηματίζει τα νοήματα σε αυτήν τη συλλογή είναι η αγάπη για την τέχνη. Η κυρία Αράπη της φέρεται σαν πολύτιμη αγαπημένη, την φροντίζει και την κακομαθαίνει, όπως αξίζει σε κάθε αγαπημένη. Μας εξηγεί ότι το έργο του ποιητή δεν είναι εύκολο, αλλά μια επώδυνη διαδικασία ψυχής, καθώς μας περιγράφει στιγμές από τη διαδικασία της γέννησης του ποιήματος.
Στα βράχια και στις λάσπες του βυθού/ του μέσα και του έξω/ ιχνηλατούν τον αχινό./ Κι αν ανέλπιστα τον ανταμώσουν/ ολάκερο τον τρώνε με τ’ αγκάθια/ άχνα δεν βγάζουν κι ας πονάνε./ με αίμα τον ταΐζουν/ αργή ροή στα σωθικά./ Αν αντέξουν μπορεί να αξιωθούν τη σπορά του./ Ίσως να γεννηθεί το ποίημα./ Λίγο δεν είναι. (ΟΙ ονειρευτές)
Στην προσπάθειά μου να σας ξεναγήσω στο συγκεκριμένο έργο, το εάν θα μπορέσω ή εάν δε θα μπορέσω να σας μιλήσω γι’ αυτό, θα εξαρτηθεί καθ’ ολοκληρίαν απ’ το εάν είναι δυνατό να βρεθεί έστω στοιχειωδώς ένας επαρκής τρόπον τινά ορισμός της λογοτεχνικότητας και τελικά της αισθητικής λειτουργίας των λογοτεχνικών έργων. Για να μην παραμείνει αυτό το κείμενο και αυτό το ερώτημα περί λογοτεχνικότητας θεωρητικό, αλλά να επιτελέσει το έργο του, θα εστιάσω όχι στη θεωρία της λογοτεχνίας αλλά στην αίσθηση που θα αποκόμιζε απ’ την ίδια την ανάγνωση ο μελλοντικός αναγνώστης.
Στη συλλογή υπάρχει ποικιλία θεμάτων και εικόνων που με προσήλωση συλλέκτη έχει καταγράψει η κυρία Αράπη. Συγκεκριμένα, το ποίημα Περγαμόντο, η αναφορά στον Αρχίλοχο και στον λυσιμελή έρωτα, μας παραπέμπουν στον στίχο του ποιητή « αλλά μ’ ο λυσιμελής ω ταίρε δάμναται πόθος» που σημαίνει: Φίλε μου, ο πόθος παραλύει τα μέλη μου και με δαμάζει.
Πυκνή η ομίχλη θολώνει/ το βλέμμα η καρδιά πυρπολεί/ το κεφάλι και πάλι λυτρώνει./ Με παρατηρείς και γελάς/ λίγο πριν εκραγώ γλυκό/ περγαμόντο σφραγίζεις/ τη γλώσσα/ κάθε που πάω να το φτύσω/ φιλί καταπίνω./ Πώς να υπομονέψω Αρχίλοχε/ δεν είναι ο λυσιμελής που/ καίει το άρμα μου/ είναι που δεν ξέρω/ να δαγκώσω ή να δαγκωθώ/ πικρό ή γλυκό./ Πόση αλήθεια τόσο ψέμα. (Περγαμόντο)
Πολλές εικόνες που μεταφέρονται σε μας από τα ποιήματα της κυρίας Αράπη συνδέονται με τη γυναίκα ως θηλυκή φύση και τη θάλασσα. Η γυναίκα με την αρχέγονη σημασία της διασώστριας της ζωής, που με το σώμα και την ψυχή της πραγματοποιεί με κάθε τρόπο τον αέναο αγώνα και τη γέννηση.
Αφού εναπόθεσα το παραγεμισμένο/ μάγουλο στο προσκεφάλι/ γυναίκα γδύθηκες εμπρός μου/ εντός σου τίκτεται το ποίημα… Μην την αγγίζετε, τις σάρκες της χαράσσει/ κυοφορεί εμένα.(Ιερογαμία)
Άλλαξε η μέρα άλλαξε κι αυτή/ χωρίς χέρια χωρίς πόδια/ βημάτισε το αίμα… Μάζεψε ό,τι της είχε απομείνει/ κι άρχισε πάλι να τρέχει/ γύρισε πίσω τον χρόνο…(Οι ζυγιστές) Οργώνει ο άνεμος/ σπέρνουν τα κύματα/ θερίζει η φλόγα/ και τότε/ ο βράχος γεννιέται γυναίκα. (Βράχος)
Η θάλασσα εμφανίζεται, με τις διαφορετικές σημασίες που μπορεί να έχει, είτε σαν πρόκληση στο άγνωστο, είτε σαν μήτρα γέννησης πλασμάτων θαυμαστών, είτε σαν δύναμη εξαγνιστική.
Χαράζω την πεντάλφα στη σάρκα/ με μαυριτανικό μαχαίρι καρφώνω/ δεήσεις σκορπίζω σε πειρατές/ η μέσα θάλασσα αναβλύζει (Η μέσα θάλασσα). Βυθό δεν έχω στην άγκυρα να τάξω/ τα δάχτυλά μου μόνο/ για ρότα σου χαρίζω. (Ακρόπωρο).Φέρε μου έναν καθρέφτη/ μια θάλασσα να δω/ δώστε μου χώμα/ να ζωγραφίσω το κλάμα… (Κλαυσίγελος).
Σε αυτά τα ποιήματα επίσης διαβάζουμε κάποιες φορές την ήττα, αλλά όχι χρωματισμένη με απογοήτευση. Μπορεί να νιώθουμε τον πόνο, αλλά εδώ το χρώμα της ήττας είναι το κόκκινο του αγώνα. Μέσα από τις λέξεις γεννιούνται εικόνες του πολεμιστή που αφού νικηθεί, ξανασηκώνεται για να συνεχίσει τον πόλεμο.
Πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ/ πάλι φεύγω και δεν φεύγω/ χάνομαι δεν χάνομαι… (Αράχνη). Τρίζουν τα παράθυρα/ σκαλώνει η πόρτα/ στις τελείες που αρνούνται/ λήθη να γίνουν… ( Το ξωκλήσι των λοξών). Θα στήσω θαυμαστά/ και συντριπτικά φρούρια καμωμένα/ αποκλειστικά από δονήσεις/ ενάντια στα όποια η μυριόχρονη/ τάξη και γεωμετρία σας θα πέσει/ σε ασημότητα και μικρολογία… ( Ενάντια) Κι αυτή η φλόγα/ τόσο νερό/ δε λέει να σβήσει… (Διαμερισμός) Δεν την ενδιέφερε πως,/ μόνο να φτάσει/ έστω και νεκρή/ να φτάσει… (Οι ζυγιστές).
Αυτό που επισημαίνεται σε πολλά σημεία είναι η δυσκολία με την οποία αντιμετωπίζει ο ποιητής είτε τη ζωή είτε την ίδια την τέχνη. Από τον τίτλο ακόμη «Με βράγχια ανασαίνω» δηλώνει ξεκάθαρα: δεν μπορώ να ζήσω έτσι, πρέπει να το κάνω αλλιώς. Αυτό το αλλιώς που υπάρχει με έναν τρόπο στον πόλεμο και με έναν τρόπο στην ποίηση. Αυτή η διαφορετικότητα είναι η ανάγκη που εκφράζεται από τον ποιητή ως κατάθεση κι από τον αναγνώστη ως ανάληψη που προσφέρει παρηγοριά, παραμυθία. Έτσι ξεκινάνε όλες οι προσπάθειες όπως αυτή της κυρίας Αράπη και φτάνουν στα χέρια του αναγνώστη, είτε σαν αδιέξοδες καταστάσεις, είτε σαν αγώνες, είτε σαν έντονο συναίσθημα. Σε αυτή τη συλλογή διαφαίνεται έξοδος, η ποίηση και η θάλασσα. Εκεί όπου με βράγχια ανασαίνοντας ζούμε ο καθένας τη ζωή, με το δικό του τρόπο, είτε ως υπηρέτες είτε ως λάτρες της ποίησης.
Κορμιά παροπλισμένα/ μπάρκα ξεβρασμένα κουφάρια/ σκουριάζουν στη γαλήνη/ πνίγουν τα νεογνά πριν ανασάνουν./ Κάτω τα χέρια/ όσοι γεννήθηκαν θάλασσες/ μόνο με βράγχια ανασαίνουν/ κι ας ναυαγούν διαρκώς./ Οι πνεύμονες δικοί σας. (Με βράγχια ανασαίνω)
Αν αγαπάμε την ποίηση και θέλουμε να μάθουμε τι είναι ή τι είναι ποίημα κι ακόμη δυσκολότερα ποιος είναι ποιητής, δεν μπορούμε παρά να απευθυνθούμε σε όσους καταξιωμένους τίμησαν την τέχνη. Ψάχνοντας, από όσα βρήκα, μεταφέρω κάποιες από τις σημειώσεις του Κωστή Παλαμά με θέμα τη θεωρία της ποίησης ή ποιητικής όπως λέγεται:
1894: Κάθε σωστός ποιητής δε μπορεί παρά να είναι και τεχνίτης.
1896: ‘Ακόμη δεν έκαταλάβαμεν επαρκώς οι γράφοντες την σημασίαν της μορφής εν τη λογοτεχνία ή και κατανοήσαντες δεν κατωρθώσαμεν ακόμη να δείξωμεν τελείως εις τα έργα μας ότι το έκαταλάβαμεν.
1907-10 : Ή μέθη της εμπνεύσεως, βέβαια, μπορεί να κατέρχεται, θεία χάρη, από ψηλά· αλλά το δούλεμα τού τεχνίτη δεν την αδυνατίζει τη συνεχίζει. Όταν διορθώνω και ξαναδιορθώνω ένα μου στίχο, υπηρετώ την έμπνευσή μου και συμπληρώνο¬μαι.
1912: Ένα ποίημα δεν είναι μόνο γέννημα ιδέας και πάθους, είναι και κατόρθωμα ενός δουλευτή, πού με το γλωσσικό υλικό το πλάθει και το χτίζει, πού με τη γλώσσα κάνει το στίχο …
(Ο Κ. Παλαμάς θεωρητικός της ποίησης Πολίτου-Μαρμαρινού Ελένη 0.12681/comparison.62)
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της κυρίας Αράπη φαίνεται ότι δούλεψε τη συλλογή της ως φιλότιμος τεχνίτης, ότι έκανε πολλά «μεροκάματα» για να χτίσει τις εκφράσεις, ότι εργάστηκε με αγάπη πάνω στις λέξεις. Πρόκειται για μια πρωτοεμφανιζόμενη στην έντυπη ποίηση κυρία, που θέλει να πατήσει γερά στο χώρο για να διαγράψει τη δική της πορεία. Εκείνη το θέλει κι εμείς της ευχόμαστε αυτή η πορεία να είναι λαμπρή.

(για το βιβλίο της Ελένης Αράπη – Με βράγχια ανασαίνω – εκδ. Γαβριηλίδης)

Αναστασία Πανταζοπούλου

Η λιποψυχούσα βραδύτητα των θωπειών

Νικόλαος Επισκοπόπουλος

Ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος γεννήθηκε το 1874 στη Ζάκυνθο. Υπήρξε αυτοδίδακτος, αφού διέκοψε τη φοίτηση στο σχολείο μετά τη δεύτερη τάξη. Ήταν μανιώδης αναγνώστης και ήδη στα δεκαπέντε του εργαζόταν ως βοηθός φαρμακοποιού, ενώ σε ηλικία δεκαέξι ετών εξέδωσε ένα φιλολογικό ημερολόγιο για να δημοσιεύει εκεί τα λογοτεχνικά γραπτά του. Το Μάιο του 1892 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου ο συμπατριώτης του Γρηγόριος Ξενόπουλος τον έθεσε υπό την προστασία του και προσπάθησε να τον εισαγάγει στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μάλιστα ο Ξενόπουλος έγραψε ένα πολύ σημαντικό και επαινετικό άρθρο για εκείνον που δημοσιεύθηκε το 1895 το οποίο του άλλαξε τη ζωή. Υπήρξαν κάποιοι συγγραφείς που τον επέκριναν λόγω της διαφορετικότητας του και της «φρικίασης των αισθήσεων» που χαρακτήριζε τα έργα του αντίθετα στην ηθική και την ηθικολογία της εποχής, αλλά υπήρξαν και πολλοί άλλοι που τον θεώρησαν εξαιρετικό συγγραφέα.
Το 1904 έφυγε από την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι όπου δραστηριοποιήθηκε ως λογοτέχνης με το ψευδώνυμο Nicolas Ségur (Ségur ήταν το όνομα της νορμανδικής οικογένειας κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και από την οποία προέρχονταν οι Σιγούροι, δηλαδή η οικογένεια της μητέρας του). Εκεί είχε την υποστήριξη του Ανατόλ Φρανς, που τον είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι του στην Αθήνα και ο οποίος τον σύστησε στα σημαντικότερα φιλολογικά περιοδικά. Εκεί έγραψε μυθιστορήματα και κριτικά δοκίμια για λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα. Πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαρτίου του 1944.
Τα πρότυπα του αισθητισμού του Νικολάου Επισκοπόπουλου ήταν οι Μπωντλέρ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Γκαμπριέλ Ντ’ Αννούντσιο και Ανατόλ Φρανς. Αυτά τα πρότυπα λειτούργησαν πιο πολύ ως προς το κλίμα που κυριαρχεί στα έργα του, αισθητισμός, φαντασία και λιγότερο ως προς την τεχνική του.
Η συλλογή διηγημάτων του «Τα διηγήματα του δειλινού και Άσμα ασμάτων» κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». Αποτελείται από 8 διηγήματα (του Δειλινού) ενώ το Άσμα ασμάτων από πέντε μέρη: Εκστατικόν, Ερωτικόν, Πορφύρεον, Νύκτιον και Εωθινόν.
Πρόκειται για συλλογή τόσο βαθιά λυρική που μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά απέναντι στη βιασύνη και τη βία της σημερινής εποχής. Ο Επισκοπόπουλος με τον αισθητικό λυρισμό που κυριαρχεί στο έργο του, οδηγεί τον αναγνώστη σε μια άλλη εποχή ή ίσως σε μια άλλη πραγματικότητα. Ο τρόπος που μεταφέρει τις εικόνες, οι λεπτομέρειες οι οποίες αναφέρει, αναδεικνύουν τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο γύρω του. Είναι ένας κόσμος όπου όλα αποπνέουν έναν εκλεπτυσμένο και ιδιαίτερα ευαίσθητο αισθητικό λυρισμό. Όλα είναι πιο όμορφα, με πιο έντονα χρώματα και με πτυχές βαθιές σα χαράδρες. Παρουσιάζει έμμεσα ίσως το μεγαλείο των πραγμάτων όπως αυτό λειτουργεί στο μυαλό των καλλιτεχνών ώστε να γεννηθεί το έργο τους.
Τα διηγήματα του είναι γραμμένα αποκλειστικά στην καθαρεύουσα. Η έκφραση του πολύ ιδιαίτερη και τα κείμενα γεμάτα λεπτολογίες, με κυριαρχία του λυρισμού, του αισθησιασμού και κάποιες φορές της φαντασίας και όχι του ρεαλισμού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής γραφής του είναι η ίδια η αφήγηση, με περιορισμένη δράση και η απουσία διαλόγων. Οι ήρωες του δεν έχουν παρελθόν ούτε ταυτότητα, αλλά τους γνωρίζουμε εσωτερικά μόνο για μια στιγμή. Η αφήγηση του ξεχωρίζει για την εσωτερική πλοκή, περιγράφεται η δράση της ψυχής του ήρωα: όχι ψυχολογικά ως ενδοσκόπηση αλλά ως ιστορία. Ακόμη κι όταν υπάρχει εξωτερική πλοκή δεν αποτελεί παρά μόνο την αφορμή για να προβληθεί η εσωτερική περιπέτεια.
Οι περιγραφές του αφορούν κρυφές πτυχές της εξωτερικής ή εσωτερικής πραγματικότητας με τόσο ιδιαίτερο τρόπο που όλα ζωντανεύουν πρωτόγνωρα για τις αισθήσεις. Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, όσα αναφέρει ο συγγραφέας, με μια γεύση στο στόμα, ή βλέποντας, αγγίζοντας, ακούγοντας ακόμη και μυρίζοντας. Αναδεικνύει όψεις, αρώματα όπως και συναισθήματα, που είναι κρυμμένα από τη σημερινή εικονολογία που ξέρει να ερεθίζει μόνο τα μάτια, βασιζόμενη στον εντυπωσιασμό. Ο Επισκοπόπουλος μεταφέρει με τις περιγραφές του, ξεχασμένες λεπτομέρειες συστήνοντας μας από την αρχή ότι υπάρχει μέσα ή γύρω από τον άνθρωπο. Όπως στο διήγημα «Το φιλί του ήλιου» όπου παρουσιάζεται μια νεαρή γυναίκα να κοιμάται στον κήπο και δοξάζεται το μεγαλείο των αισθήσεων.
«Ο κήπος όλος εστέναζε θερμούς στεναγμούς ηδυπαθείς, υπό την θωπείαν την ηλεκτρικήν, την φρίσουσαν του ηλίου, υπό τον εναγκαλισμόν του τον σφικτόν τον ένα, όστις επίεζε χλιαρώς όλα τα φύλλα, όλα τα άνθη τα παρθένα, μόλις ανθιστάμενα εν διαπάλη θερμή και παραδιδόμενα έπειτα εις τον ορμητικόν τον φλέγοντα νικητήν με εκπνοάς αρωματώδεις λιποψυχούσας, -όλα τα δέντρα τα σείοντα ηδυπαθώς τα λεπτά κλαδιά των- την γην ολόκληρον ανασκιρτώσαν σπασμωδικώς εν τη παραφορά, εν τη εντάσει της εκνευριστικής, της οδυνηράς ηδονής».
«Έπειτα εκεί επί του στήθους, του οποίου εγνώριζε ασυνειδήτως τη γυμνότητα, ησθάνθη ως ελαφράν τίνα νύξιν, ως ψαύσιν πτερού ελαφρού, ως θίξιν χρυσαλλίδος ιπταμένης».
Τα κείμενα του δεν έχουν ιστορικές ή κοινωνικές αναφορές κι έτσι δεν τοποθετούνται εξαιτίας αυτών σε μια συγκεκριμένη εποχή, όμως η γλώσσα και ο τρόπος περιγραφής των εικόνων τα τοποθετεί ξεκάθαρα σε μια εντελώς διαφορετική χρονική σφαίρα από τη σύγχρονη. Αν νομίζουμε ότι ο τρόπος να δεις κάτι είναι ο γρήγορος βιαστικός των εικόνων που τρέχουν ιλιγγιωδώς σε μια ταινία, ο Επισκοπόπουλος μας δείχνει κάτι άλλο. Προσφέρει ένα νέο ερέθισμα όπου δεν υπάρχει εικόνα με τη μορφή της φωτογραφίας, αλλά παρουσιάζει την αλήθεια του με τόση λεπτολογία και λυρισμό που ο αναγνώστης νιώθει σαν κάποιος να τον παίρνει από το χέρι με τα μάτια κλειστά και να τον οδηγεί να ψηλαφίσει την πραγματικότητα, εσωτερική ή εξωτερική.
Όπως στο διήγημα Ut Diese Mineur όπου ο πρωταγωνιστής ακούγοντας το ομώνυμο έργο του Μπετόβεν εκτελεσμένο από τα λεπτά δάκτυλα μιας κυρίας στο πιάνο οδηγείται μέσα από την ένταση που του προκαλεί η μουσική και η εικόνα της κυρίας υπό το φως των κηρίων σε μια δραματική πράξη. «Κραυγαί άλγους εξήρχοντο τώρα εκ του κλειδοκυμβάλου, αλλά κραυγαί άλγους ηρέμου, πλήρους εγκαρτέρησεως λυπηράς, γλυκείαι ως λυγμοί κλαίοντος εραστού, οίτινες εισέδυον ανεκφράστως εις την καρδίαν και την εβύθιζον εις όνειρον οδυνηρώς γλυκύ, εις εφιάλτην ήσυχον.»
Αυτό είναι το δεσπόζων χαρακτηριστικό των διηγημάτων του, το γεγονός ότι με τη διαφορετική ματιά του ο συγγραφέας καταφέρνει ανοικειώνοντας τον αναγνώστη από αυτά που θεωρεί γνωστά να του τα παρουσιάζει εκ νέου σα να απευθυνόταν σε έναν τυφλό. Κι είναι αυτός ένας εξαιρετικός τρόπος ανάγνωσης. Ναι! Αυτή είναι μια πρόταση ανάγνωσης, ο αναγνώστης να αφεθεί στα χέρια του συγγραφέα ώστε να ξαναγνωρίσει από την αρχή τη φύση, τη θάλασσα, το σύμπαν, τη γη, τη γυναίκα και τον ερώτα με τις ηδονές του. «Θα κλείσω μάλιστα και τα παράθυρα και θα βυθισθώμεν εις την κλίνην, μέσα εις το σκότος και θα ψάξω δια να σε ευρώ και θα ενταφιασθώμεν αγνοούντες ο ένας τον άλλον εις την ηδονήν και εις την νύκτα».
Το «Άσμα ασμάτων» κείμενο εξαιρετικού λυρικού αισθητισμού, είναι αμιγώς ερωτικό και αναδεικνύει μια αλλιώτικη πρόκληση. Αναστατώνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τις αισθήσεις και τη φαντασία αναδεικνύοντας μια γήινη και ταυτόχρονα ονειρική αισθαντικότητα. Το τρίτο μέρος από το άσμα ασμάτων ονομάζεται εωθινόν, από το αρχαίο έως που σημαίνει αυγή, είναι συγκλονιστικό και αναφέρεται στις συναντήσεις του ζευγαριού που τελούνται την αυγή, μέσα στο υπέροχο χρώμα που έχει ο ουρανός και στη γλυκιά ύπνωση του τέλους της νύχτας.
«Θέλεις φιλιά;
Ὢ! θέλεις φιλιά, ἀγάπη μου; Ἔλα κοντά μου πολὺ, διότι δὲν σὲ βλέπω εἰς τὴν νύκτα καὶ θέλω νὰ αἰσθανθῶ τὴν παρουσίαν σου, τὴν θερμότητά σου. Ὤ! ναί φρικιᾶς μετὰ τόσα φιλήματα. Φοβεῖσαι. Ναὶ, αἰσθάνεσαι ὅτι θνήσκομεν, ὅτι θνήσκομεν ἰλιγγιωδῶς κάτωθεν τῆς αἰωνιότητος τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, εἶδες καὶ ἐσὺ ἐμψυχούμενα τὰ ἄστρα καὶ διὰ μίαν στιγμὴν ὁ ἐγκέφαλός σου ἠνοίχθη εἰς τὸ ἄπειρον καὶ συνέλαβε ὁλόκληρον τὴν ἁρμονίαν τοῦ οὐρανοῦ. Ναὶ, φοβεῖσαι. Ναὶ, νομίζεις καὶ σὺ ὅτι κυλιόμεθα φρικτὰ εἰς τὸν θάνατον. Θέλεις φιλιά;»
«Και αν αποθάνω, θ’ αποθάνω από την λιποψυχούσαν βραδύτητα των θωπειών σου αι οποίοι περνούν ως λιτανεία επάνω εις το σώμα μου».
«Σε ευχαριστώ διότι ενικήθης».

Έγραψε ο Ξενόπουλος για τον Επισκοπόπουλο:
«Ο Επισκοπόπουλος διαφέρει βλέπετε από όλους τους γράφοντας σήμερον παρ’ ημίν».

Αναστασία Πανταζοπούλου

Χρυσόψαρο στην τσέπη

Χρυσόψαρο στην τσέπη – Κωνσταντίνος Τέλιος – εκδόσεις «στιγμή»

Αγόρασα ένα χρυσόψαρο, μια γυάλα και τροφή, πήγα σπίτι, τοποθέτησα τη γυάλα με το ψάρι επάνω στο γραφείο μου κι άρχισα τη μελέτη. Είναι, ον, φαίνεσθαι, ομορφιά, ευγένεια, καθώς πρέπει, ζωή, ασφόδελος. Κυρία και χειροφίλημα, σιωπή, η διάσωση του αδιανόητου, η ύπαρξη του αυτονόητου. Ποίηση, παρουσίαση ποίησης, πώς να μιλήσεις για αυτόν που γδέρνοντας το στόμα του, έσπασε τη σιωπή. Πρέπει να γίνει και θα το κάνω, γιατί είμαι ο μόνος που έχει ο αναγνώστης, είμαι το κενό ανάμεσα σε αυτόν και την ποίηση. Ένα κενό που πρέπει να λειτουργήσει, ώστε να υπάρχει μια προειδοποίηση για τις συνέπειες της ανάγνωσης. Κωνσταντίνος Τέλιος, ένας άνθρωπος, ένας ποιητής για τον οποίο έχουν λεχθεί πολλά κι έχουν αποσιωπηθεί περισσότερα, το χρυσόψαρο ως οδηγός μου με βοηθάει να μην ακούω, να μην θυμάμαι και να βυθίζομαι στην ποίηση όπως αυτή κατέληξε στο χαρτί. Αχαρτογράφητα λοιπόν νερά να πλεύσω, ώστε να μιλήσω για εκείνον και το αυτό, τη συλλογή «χρυσόψαρο στην τσέπη» που έγραψε. Μια ποιητική συλλογή αφιερωμένη στη ζωή, στην αγωνία του υπάρχειν και τις εκφάνσεις της. («Κανονικά δε θα έπρεπε να επιτρέπεται/ τα βράδια η είσοδος στην αγορά όχι/ δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν πράγματα/ που δεν επινοούνται από κανέναν/ μια γάτα ενδέχεται να κυνηγάει/ το βγαλμένο μάτι ενός προβάτου/ ένα ποντίκι να αγωνίζεται ενάντια/ σε ένα χέλι που αρνείται να πεθάνει/ μία γυναίκα να ηδονίζεται χτυπώντας/ τα τακούνια της με νόημα στο φόβο/…» Ο νους του πάει)
Το θέμα της συλλογής είναι το ζην, με όλα τα ερωτήματα που αυτό θέτει. Μέσα από τα ποιήματα αναδύεται η ύπαρξη ως κάτι αμφισβητούμενο, που δεν μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αλήθεια του φαίνεσθαι και του γίγνεσθαι. Το ζην είναι ένας δύσκολος αγώνας, που τον βαδίζει ο ποιητής προσεχτικά, σχεδόν ακούμε τα βήματα και τις αναπνοές του, μέσα στη ρευστότητα της πραγματικότητας, αφού δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, (κατά τον Ηράκλειτο), ούτε ν’ αγγίξουμε δυο φορές μια ουσία θνητή, γιατί σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται με την οξύτητα και την ταχύτητα της μεταβολής, και πλησιάζει κι απομακρύνεται. Για τον Κ. Τέλιο όλα αυτά είναι εκεί και είναι στα άκρα της νόησης και τον φορτίζουν με την αγωνία για την εύρεση της αλήθειας της ζωής ανάμεσα σε όλα τα αντικρουόμενα και απατηλά, δυσχεραίνοντας τον αγώνα και την πορεία για την επίτευξη του ελάχιστου. («Έτσι όλοι οι τρόποι αποδεικνύονταν τίποτε περισσότερο από φοβερό λάθος/ Αυτή η στοιχειώδης εντιμότητα τον εξωθούσε στο απόλυτο/ υψηλότερο δυνατό σημείο/ που μπορούσε ανέκαθεν/ να επιτευχθεί/ όχι να βρει έναν κάποιο τρόπο/ αυτά έτσι κι αλλιώς είναι/ αστεία πράγματα/ αλλά να γίνει επιτέλους ένας/ αν τον αντιλαμβάνεστε/ να γίνει επιτέλους ένας/ κάποιος τόπος.» τριαντάφυλλα στα χείλη)
Μέσα σε αυτήν την ποίηση αναγνωρίζουμε όλα τα βασικά ζητήματα που σχετίζονται με τη ζωή, μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες που παραθέτει ο ποιητής, όχι από την ανάγκη για φιλοσοφία αλλά από την ανάγκη να γίνει ο ίδιος ένα ον. Ένας άνθρωπος που για την επιβίωσή του διαθέτει την αναγκαία φροντίδα, σκέψη και χειρωνακτική εργασία, αλλά για την ικανοποίηση της ψυχής του διαθέτει όλο το υπόλοιπο της πνευματικής του δυνατότητας. Έτσι συναντάμε στα ποιήματα αναφορές γνωσιολογικές που αφορούν στη γνώση του κόσμου, αισθητικές για την απόλαυση της ομορφιάς, ηθικές για την ανάγκη της πραγματοποίησης του καλού και μεταφυσικές μέσα από προβληματισμούς που εκτείνονται πέρα από τα φυσικά όρια της ύπαρξής. Όλη αυτή την ανθρώπινη πάλη με τη γνώση, τις αισθήσεις και την πραγματικότητα την οικειοποιείται ο αναγνώστης με έναν νέο τρόπο βαθιά ποιητικό, άλλες φορές ρητό κι άλλες υπόρρητο. Εικονοποιείται έντονα η αναζήτηση της ευδαιμονίας που δεν περιορίζεται στη χαρά, αλλά στοχεύει στην απεγνωσμένη αναζήτηση της ψυχικής γαλήνης. «… Τότε είναι που καταλαβαίνεις/ γιατί πήγαινες τα βράδια μόνος/ πάντα εκεί κοιτάζοντας χωρίς/ σκοπό τα σιντριβάνια μαγεμένος/ τότε είναι που καταλαβαίνεις/ ότι πίσω από την απόγνωση σου/ πάντα καραδοκούσε μοναχό του/ αυτό τα βήματα σου οδηγούσε/ ένα μικρό χρυσόψαρο που πρέπει/ αυτή τη νύχτα επειγόντως/ να διασώσεις.(χρυσόψαρο στην τσέπη)
Ο αναγνώστης, αν αφεθεί στην εκφώνησή των λέξεων, γίνεται παρατηρητής της πορείας του ποιητή προς την απελευθέρωση του χρόνου από τη μορφή και του είναι από το ον. Το αίτημα, ο λόγος ύπαρξης, η ουσία και ο μηχανισμός απήχησης αυτών των ποιημάτων που βάση τους είναι η αγωνία του ζην, είναι η προσπάθεια μέσα από ψευδοπροτάσεις να ξαναβρεί ο άνθρωπος όλα αυτά που, αν και δεν μπορεί να κρίνει η λογική σκέψη, εκείνος χρειάζεται επειγόντως ώστε να διασωθεί. Οι λέξεις λειτουργώντας αισθητικά αλλά και συμβολικά απελευθερώνουν τον αναγνώστη από την αυστηρή λογική λειτουργία και έτσι τον ωθούν να δει μια νέα ποιητική αλήθεια. («Υπήρξε ανέκαθεν αυτός ο ενοχλητικός άνθρωπος/ αποσπασματικός τελείως ανακόλουθος υπήρξε/ μια ασυνέχεια μια απουσία κάθε ενότητας/ οπότε ως εκ τούτου δεν εδικαιούτο λογικόν/ έπειτα είναι βέβαιο πως ενώ μπορούσε εκείνος/ απέφευγε να πράττει όμως οι πάντες γνώριζαν/ ότι αν ήθελε μπορούσε ωραιότατα και όχι/ να στέκει σαν κωφάλαλος εκφωνητής επικηδείου/…η εφεύρεση του τροχού)
Οι συνιστώσες που αποτελούν τη συλλογή είναι ζητήματα οντολογικά και αισθητικά με κάποιες ηθικές αναφορές, όμως η δεσπόζουσα που το χαρακτηρίζει και το καθορίζει είναι η αγωνία. Αυτό γίνεται φανερό σε πολλά σημεία από τις περιγραφές, αλλά και από την πάλη του ποιητή με τις λέξεις, με έναν άνισο θυμό σε έναν αγώνα από την αρχή χαμένο, «…δεν πρόκειται ποτέ/ να καταφέρει να πει τίποτε/ περισσότερο από αυτόν/ τον ίδιο τον άνεμο/ λες και είναι λίγο να αξιώνει/ κανείς τον άνεμο».) Οι λέξεις σε όλα τα ποιήματα έχουν τοποθετηθεί σαν ψηφίδες σε ψηφιδωτό, διαλεγμένες μια μια κι όμως χωρίς ξεχωρίζουν μέσα στην ατομικότητα τους αλλά δημιουργώντας ένα αξιοθαύμαστο σύνολο.
Ο Κ. Τέλιος παίζει με τα νοήματα κρύβοντας τα πίσω από εικόνες που κυλάνε αργά, κινηματογραφικά και ατμοσφαιρικά, δημιουργώντας θεατρικές σκηνές που κινούνται σαν το νερό που γλιστράει μέσα από τα χέρια μας. Εικόνες ονειρικές από την καβαφική εποχή στο Κάιρο ή άλλες από τη Θεσσαλονίκη γεμάτες πρωινή υγρασία. Ο αναγνώστης μεταφέρεται μέσα σε αυτές, νιώθοντας τις αισθήσεις του να αφυπνίζονται και να διεγείρονται κι ενώ δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, ψάχνει να βρει αυτό που τον έθεσε σε συναγερμό. Κι εκεί κρυμμένο μέσα σε άδεια πουκάμισα βρίσκει τον εαυτό του, αυτόν που πάντα έψαχνε. («…Άβολο ρούχο άκομψο πολύ στενό/ …/Ηλίου φαεινότερο δεν γίνεται/ να φορεθεί απ’ έξω το από μέσα.» Άβολο ρούχο)
Η ανάγνωση των ποιημάτων είναι μια αιώρηση ανάμεσα στους ανθρώπους, που φανερώνει όλη την εικόνα του ανθρωπίνως δυνατού και αδύνατου. Κάποιες φορές προκαλεί απογοήτευση κι άλλες ούτε καν αυτό. Γιατί ο άνθρωπος αυτών των ποιημάτων δεν έχει παρά τη δυνατότητα του ελάχιστου κι αυτό όχι γιατί ο ποιητής τον υποτιμά, αλλά γιατί κατανοεί, σέβεται και αγαπάει βαθιά τις αδυναμίες του. («…Μα όμως πείτε τι θα κάνουμε/ με το λυπημένο τραγούδι/ αυτού του ανθρώπου/… έτσι που περιφέρεται στα σκοτεινά/ που στροβιλίζεται από το αναπόφευκτο/ έτσι που είναι έρημος και ξένος» παλινόρθωση)
Περπατώντας στα δρομάκια που χαράζει ο Κ. Τέλιος με τα ποιήματά του, σαν φάντασμα, σαν σκιά ονείρου, είδα νεκρούς και ζωντανούς, παρόντες και απόντες, ανθρώπους, εικόνες και σκέψεις κι όλα αυτά με μια θλίψη. Ξένος σε μια γη που δεν είχα δει ποτέ ξανά, όμως ήξερα τι να περιμένω. Μόνο εκεί στο τέλος του δρόμου, είχε φυτρώσει μια ελιά που όπως όλες οι ελιές και οι αλλαγές, φυτρώνουν, ας το ξέρουμε, απροσδόκητα. («Του είναι πλέον προφανές/ πως έχει αρχίσει να γερνάει/ νιώθοντας τόση στοργή/ για το άσπρο του πουκάμισο/ έτσι όπως κάθεται σιδερωμένο/ πάντα στο ίδιο παγκάκι/ ολόλευκο μέσα στον κήπο/ παρατηρώντας και καπνίζοντας.» το πουκάμισο)
Το μόνο που έμεινε να ζήσει ο ποιητής με αξιοπρέπεια είναι η σιωπή, που κυριάρχησε μετά από την τελευταία συλλογή. «… τα πέλματα της εσταυρωμένης σιωπής/ …/ την πιο γενναία μας την πιο τελειωτική/ την πλέον αμετάκλητη οριστική μας σιωπή. (τα νοτισμένα).» Ένα ευχαριστώ σε εκείνον, γιατί υπάρχει ανάγκη για μια ποίηση σαν αυτή που μας πρόσφερε, ουσιαστική, που σεμνά αγγίζει την ψυχή.

Αναστασία Πανταζοπούλου